- λιμνομετρία
- ηη μέτρηση τών περιοδικών μεταβολών τής στάθμης τού ύδατος τών λιμνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -μετρία (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. γεω-μετρία, τριγωνο-μετρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek